κεντρώος

κεντρώος
ώα , ον 1. расположенный в центре континента, центральный;

κεντρώώα 'Αφρική — Центральная Африка;

2. (ο ) сторонник партии Союза Центра (в Греции)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κεντρώος" в других словарях:

  • κεντρώος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός τόπου, μιας περιοχής ή ηπείρου («κεντρώα Αφρική») 2. (το αρσ. και ως ουσ.) αυτός που η πολιτική ιδεολογία του δεν έχει αριστερή ή δεξιά κατεύθυνση, αλλά ανήκει στο κέντρο τών δύο ακραίων παρατάξεων.… …   Dictionary of Greek

  • κεντρώος — α, ο αυτός που βρίσκεται στο κέντρο μεγάλης περιοχής: Βρίσκεται στην κεντρώα Αφρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… …   Dictionary of Greek

  • παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»